-
1 υπανιημι
См. также в других словарях:
υπανίημι — Α (μτβ. και αμτβ.) μετριάζω κάπως, χαλαρώνω λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», Ιώσ. β. «τοῡ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνίημι «χαλαρώνω»] … Dictionary of Greek
1 υπανιημι
υπανίημι — Α (μτβ. και αμτβ.) μετριάζω κάπως, χαλαρώνω λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», Ιώσ. β. «τοῡ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνίημι «χαλαρώνω»] … Dictionary of Greek